-
1 τέρπω
Aτέρπῃσι 17.385
: [dialect] Ion. [tense] impf.τέρπεσκον Q.S.7.378
, AP9.136 ([place name] Cyrus): [tense] fut. , etc.: [tense] aor.ἔτερψα h.Pan.47
, E.Heracl. 433, Pl.Lg. 658b:—the [voice] Pass. and [voice] Med. have a fivefold [tense] aor.,2 [dialect] Ep. ἐτάρφθην, τάρφθην, Od.6.99, 19.213, 251, 21.57.3 [dialect] Ep. ἐτάρπην, τάρπην, 23.300, Il.11.780, al.; inf.ταρπῆναι Od.23.212
, and ταρπήμεναι ib. 346, Il.24.3; subj. τρᾰπείω, [dialect] Ep. [ per.] 1pl. τρᾰπείομεν (v. infr. 11.2).4 [dialect] Ep. also ἐταρπόμην, only in [ per.] 1pl. subj.ταρπώμεθα Od.4.295
, al.; also redupl. through all moods,τετάρπετο Il.19.19
, 24.513;τεταρπώμεσθα Od.11.212
, Il.23.10,98;τεταρπόμενος Od. 1.310
, al.5 [tense] aor. 1 ἐτερψάμην, in [dialect] Ep. subj.τέρψομαι 16.26
(but τέρψομαι is [tense] fut. [voice] Med. in Il.20.23, S.Fr. 677); opt. ; part.τερψάμενος Od.12.188
:—delight, gladden, cheer,ὅ κεν τέρπῃσιν ἀείδων 17.385
;τῇ [φόρμιγγι] ὅ γε θυμὸν ἔτερπεν Il.9.189
, al.;πεσσοῖσι.. θυμὸν ἔτερπον Od.1.107
;καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις Il. 15.393
;τοὐμὸν.. τ. κέαρ S.Tr. 1246
; θοίνῃ σε τ. Achae.17; ἡ ἀγγελίη.. ἔτερψε [ αὐτούς] Hdt.8.99; sts. in [dialect] Att. Prose, ἔπεσι.. τὸ αὐτίκα τέρψει will give momentary pleasure, Th.2.41, cf. Pl.Lg. 658b, 658e, etc.; τ. τὴν ἀκοήν, τὰς ἀκοάς, Phld.Po.5.26,28; ἧλιξ τέρπει τὸν ἥλικα, prov. in Pl.Phdr. 240c, etc.: abs., give delight, Od.1.347, 8.45, S.Aj. 475; τὰ τέρποντα delights, Id.OC 1217 (lyr.); ῥήματα τέρψαντά τι ib. 1281;οἱ τέρποντες λόγῳ ῥήτορες Th.3.40
;τὰ τέρψοντα X.Ages.9.4
.II more freq. in [voice] Pass. and [voice] Med.,1 in [dialect] Ep. the [tense] aor. [voice] Pass. is used, c. gen. rei, have full enjoyment of, enjoy to one's heart's content,ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Il.11.780
;ἐπεὶ τάρπησαν ἐδωδῆς Od.3.70
;σίτου τάρφθεν 6.99
; ; ὕπνου, εὐνῆς ταρπήμεναι, 24.3, Od.23.346; φιλότητος ἐταρπήτην ib. 300; ἥβης ταρπῆναι ib. 212: metaph., take one's fill of lamentation,τεταρπώμεσθα γόοιο Il.23.10
,98, Od. 11.212, cf. 19.213, 21.57.2 enjoy or delight oneself, c. dat. instr.,φρένα τ. φόρμιγγι Il.9.186
;μύθοισι Od.23.301
;δαιτί 1.26
;γόῳ φρένα 4.102
;δίσκοισιν Il.2.774
;ἐν θαλίῃς Od.11.603
, Hes.Op. 115; φιλότητι (or ἐν φ.)τραπείομεν εὐνηθέντε Il.3.441
, 14.314 (whereas in the phrase λέκτρονδε τραπείομεν εὐνηθέντες (v.l. -θέντε), Od.8.292, the form τραπείομεν seems to be taken by the poet as belonging to τρέπω, though others retain the usu. sense by connecting λέκτρονδε with εὐνηθέντες or by punctuating after λέκτρονδε); so in Trag.,λαμπάδι τερπόμεναι A.Eu. 1042
(lyr.), cf. S.OC 1140, etc.; delight in, (Egypt, i A.D.);τοῖς εὐώδεσι Sor. 2.29
; : c. part.,λόγοις.. οἷς σὺ μὴ τέρψῃ κλύων S.Ant. 691
;τέρπεται τιμώμενος E.Ba. 321
; τί ἂν.. ἀκούσας τερφθείης; X.Mem.2.1.24: abs., πῖνε καὶ τέρπευ drink and be merry, Hdt.2.78.3 with internal acc., οἴην μοῖραν δέκα μοιρέων τέρπεται ἀνήρ has only one tenth part of the enjoyment, Hes.Fr. 162;κενὴν ἐτερπόμην.. τέρψιν S.Fr. 577
;τέρπου κενὴν ὄνησιν E.Or. 1043
.4 freq. with words which limit its sense,θυμῷ Il.19.313
, Od.16.26;θυμόν Il.21.45
;κατὰ θυμόν Hes.Op.58
, 358;φρένα Il.1.474
, Od.4.102, etc.;φρεσὶν ᾗσι τετάρπετο Il.19.19
, cf. Od.5.74;ἐνὶ φρεσίν 8.368
;τεταρπόμενος φίλον κῆρ 1.310
;ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται Pi.P.2.74
. (Cf. Skt. trpnoti 'take one's fill', Causative tarpáyati 'delight (trans.)', Opruss. ka enterpo.. ? 'what is the use of..?', Goth. paurfts, OE. pearf 'benefit', Goth. parf 'I need'.) -
2 τέρπω
τέρπω, aor. ἔτερψα, pass. τέρπομαι, aor. ἐτάρφϑην, Od. 6, 99. 19, 213, u. ἐτέρφϑην, 8, 131, wie ἐτάρπ ην, ταρπῆναι u. ταρπήμεναι, Hom. oft, davon conj. τραπείω statt ταρπῶ, im plur. τραπείομεν, Il. 3, 441. 14, 314 Od. 8, 292, u. med. mit Reduplikation τεταρπόμην, τεταρπώμεσϑα u. s. w., häufig bei Hom., u. ἐτερψάμην, τερψάμενος Od. 12, 188, τέρψαιτο h. Apoll. 153, gew. aor. II. med. ἐταρπόμην, alle in derselben Bdtg; – sättigen, befriedigen, laben, erquicken, auch vergnügen, ergötzen; vom Sänger, ὅ κεν τέρπῃσιν ἀείδων, Od. 17, 385; πεσσοῖσι ϑυμὸν ἔτερπον, 1, 107; τῇ (φόρμιγγι) ὅγε ϑυμὸν ἔτερπεν, Il. 9, 189; καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις, 15, 393, erheitern, trösten; τὰ τέρποντα, Soph. O. C. 1219; ῥήματα τέρψαντα, 1283; τοὐμὸν εἰ τέρψεις κέαρ, Trach. 1236; αἱ 'ρεταὶ τέρπουσι τοὺς ξυνευνέτας, Eur. Andr. 207; τέρψαι φρένα, Heracl. 663, u. öfter; ἥτις μοῦσα τοὺς βελτίστους τέρπει, Plat. Legg. II, 658 e; ἥλικα τέρπειν τὸν ἥλικα, sprichwörtlich, gleich u. gleich gesellt sich gern, Phaedr. 240 c. – Häufiger im pass. od. med. sich sättigen, reichlich, bis zur Befriedigung genießen, τινός, ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Il. 11, 780; τεταρπόμενος φίλον ἦτορ σίτου καὶ οἴνοιο, 9, 705, vgl. Od. 6, 99; ἐδωδῆς, 3, 70. 201; ὕπνου ταρπήμεναι, Il. 24, 3; εὐνῆς, Od. 23, 346; φιλότητος, 23, 300; ἥβης ταρπῆναι, der Jugend genießen, 23, 212; auch γόοιο, sich der Wehklage ersättigen, sich satt klagen, Il. 23, 10. 98. 24, 513 Od. 11, 212 u. öfter; übh. sich erfreuen, vergnügen, sich erquicken, τινί, woran, wie φόρμιγγι, μύϑοισιν, αὐδῇ, δαιτί, δίσκοισιν, γόῳ u. dgl.; auch ἐν ϑαλίῃς, 11, 603; Hes. O. 119; selten c. acc., οἴην μοῖραν τέρπεσϑαι, einen Theil genießen, frg. 56, 6; τέρπεσϑαι ὄνησιν, Eur. Med. 1041; Hom. setzt als bes. Bestimmungen hinzu : τέρπεσϑαι ϑυμῷ, Il. 19, 313 Od. 16, 26. 21, 105; ϑυμόν, Il. 21, 45, wie φρένα, 1, 474 Od. 4, 102. 8, 131 u. öfter; φρεσὶν ᾗσιν, Il. 19, 19 Od. 5, 74; ἐνὶ φρεσίν, 8, 368; τεταρπόμενος φίλον κῆρ, 1, 310; κατὰ ϑυμόν, Hes. O. 58. 360; ἀπάταισι ϑυμὸν τέρπεται, Pind. P. 2, 74; Tragg. λαμπάδι τερπόμεναι, Aesch. Eum. 994; τέρπεσϑαι δόμῳ, Soph. Phil. 458; τέκνοις τερφϑεὶς τοῖςδε, Soph. O. C. 1142; τιμαῖς, Eur. Alc. 54; oft auch mit partic., τέρπεται τιμώμενος, Bacch. 321 Phoen. 917 Andr. 1181; in Prosa: πῖνε καὶ τέρπου, Her. 2, 78; ταύταις ταῖς ἡδοναῖς τερπόμενος, Plat. Phil. 47 b; σκοπῶν, τί ἂν ἰδὼν ἢ τί ἀκούσας τερφϑείης, Xen. Mem. 2, 1, 24; Sp.
-
3 θυμός
θῡμός (-ός, -ῷ, -όν, -έ.)1 heart, spirit, as the seat of various emotions and faculties, pleasure:οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται P. 2.74
φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.64
θυμῷ γελανεῖ P. 4.181
θυμὸν ἐκδόσθαι πρὸς ἥβαν P. 4.295
τίνι τῶν πάρος μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας I. 7.2
θυ]μὸν ἀνακριμνάντες (supp. Lobel) Πα... ]βαρβι[τί]ξαι θυμὸν (Philodemus: μῦθον Plut.) fr. 124d. endurance, bravery:μαινομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν O. 8.6
“ θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον” P. 9.30σύμπειρον ἀγωνίᾳ θυμὸν ἀμφέπειν N. 7.10
μαχατὰν θυμὸν N. 9.27
θυμὸν αἰχματὰν N. 9.37
τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων I. 4.46
“ θυμὸς δ' ἑπέσθω” (sc. καθάπερ καὶ τὸ σῶμα Σ.) I. 6.49 anger, grief; suffering:καμόντες πολλὰ θυμῷ O. 2.8
ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον O. 6.37
ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει P. 1.84
θεῶν βασίλεα σπερχθεῖσα θυμῷ N. 1.40
τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν I. 8.5
affection:πατρί τε θυμὸν ἰάναιεν O. 7.43
πατρὶ Σωγένης ἀταλὸν ἀμφέπων θυμὸν N. 7.92
fear:κρυόεν πυκινῷ μάντευμα θυμῷ P. 4.73
κλέπτων δὲ θυμῷ δεῖμα P. 4.96
λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν N. 6.57
wisdom: ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων (Mingarelli: πάντα codd., fort. recte) N. 3.58σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν I. 8.26
mercy: “εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας” I. 6.43 generally:ἐς γαῖαν πορεύεν θυμὸς ὥρμα νιν O. 3.25
ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν O. 3.38
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.96
πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31
τὸν δ' αὖ οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.32
voc., in selfexhortation:ἔπεχε νυν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ O. 2.89
θυμέ, τίνα πρὸς ἀλλοδαπὰν ἄκραν ἐμὸν πλόον παραμείβεαι; N. 3.26 χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ, σὺν ἁλικίᾳ fr. 123. 1. μὴ πρεσβυτέραν ἀριθμοῦ δίωκε, θυμέ, πρᾶξιν fr. 127. 4. frag. θυμῷ[ Πα. 13b. 15. ] θυμὸν δ[ fr. 60a. 2. -
4 τέρπομαι
a delight in c. dat. οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται ἔνδοθεν (sc. Ῥαδάμανθυς) P. 2.74 τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται Θρ... ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις τέρπεται fr. 158. ] οις τερφθὲν ἱαροῖς ?fr. 338. 6.b c. part. τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4. -
5 οἶος
1 rel.,a c. antecedent, such asεὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν, οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει P. 1.49
γένοἰ οἷος ἐσσὶ μαθών P. 2.72
Χίρωνα· οἷος ἐὼν θρέψεν ποτὲ τέκτονα P. 3.5
ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν τέκτονες οἷα σοφοὶ ἅρμοσαν P. 3.113
προγόνων· οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.105
μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος N. 3.73
( ἔρωτες)οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν Κυπρίας δώρων N. 8.6
b without antecedent: n. pl. nom., acc., such as, (as) whenἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ, οἷα παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.16
ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας, οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον P. 1.73
οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται ἔνδοθεν, οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ αἰεὶ βροτῷ P. 2.75
ἰαχὰν ὑμεναίων, ἅλικες οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς P. 3.18
ἤρατο τῶν ἀπεόντων· οἷα καὶ πολλὰ πάθον P. 3.20
λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις, οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ ἐν δίσκοις ἵεν (constr. dub.: θαυμαστικῶς expll. Σ.) I. 1.24 Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μιμέο, ο ἀνὰ Δώτιον ἀνθεμόεν πεδίον πέταται (Reinach: οἷος codd., def. Galavotti RFIC, 1962, 41) *fr. 107a. 4.*c introducing comparisons, likeἀγωνίας δ' ἕρκος οἷον, σθένος P. 5.113
οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ (sc. εἰσί) I. 9.62 exclamatory.οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι μένεν ἀγῶνα O. 9.89
τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι, οἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς P. 1.27
“θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον, οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷ” P. 9.31 οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι (Didymus: οἷον Aristarchus) N. 4.93ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων I. 6.62
n. pl. pro adv., ὢ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων fr. 182. [ οἷα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον (codd. vulgo: εἶα unus cod. ante corr.) fr. 194. 2.]3 introducing indir. quest.ἦ κεν ἀμνάσειεν οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις παρέμειν P. 1.47
γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵαις εἰμὲν αἴσας P. 3.60
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει, οἷον εὖρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον P. 9.113
ε]ἰδότες οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν ἵσταντι Δ. 2. 6.4 fragg. ]ι οἷά ποτε Θήβᾳ[ Pae. 18.8
]οἷον [ὄ]χημα λιγ[υ fr. 140b. 8.------------------------------------1 aloneοἶος ἐν ὄρφνᾳ ἄπυεν O. 1.71
ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει P. 1.93
ἀλλ' οἶος ἄπλατον κεράιζε θεῶν Τυφῶνα Ζεὺς fr. 93. ] αν ὀιοσου[ P. Oxy. 2445. fr. 7. -
6 ἀπάτα
1 deceitοὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται ἔνδοθεν P. 2.74
πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἁπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν fr. 213. -
7 ἔνδοθεν
1 (from) withinοὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται ἔνδοθεν P. 2.74
-
8 οὐδέ
1 following affirmative sent., cl.a and... notὡς δ' ἄφαντος ἔπελες, οὐδὲ φῶτες ἄγαγον O. 1.46
ὣς ἔννεπεν, οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι O. 1.86
περὶ θνατῶν δ' ἔσσεσθαι μάντιν ἔξοχον, οὐδέ ποτ ἐκλείψειν γενεάν O. 6.51
ἤρειδεν δέ μιν Φοῖβος, οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον O. 9.33
οὐδέ μιν φόρμιγγες δέκονται P. 1.97
φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον, οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται P. 2.74
οὐδ' ἀπίθησέ νιν, ἀλλ P. 4.36
οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι ᾤχοντ' ἀγλαοί, ἀλλ P. 4.82
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39
οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα N. 4.4
σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον οὐδ' ὑπὸ κέρδει βλάβεν N. 7.18
οὐδ' Ὑπερμήστρα παρεπλάγχθη N. 10.6
οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν N. 10.30
οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφρον I. 4.28
οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
b adversative, but — notοὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον ἐν παντὶ χρόνῳ κλέπτοισα θεοῖο γόνον O. 6.36
οὐδ' ἔλαθε σκοπόν P. 3.27
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39
2 following a neg. sent., phrase, noraκέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου, οὐδ' ὁπότε O. 2.32
οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ ἀλλὰ O. 2.64
οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων P. 3.17
“ οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις Ἀφροδίτας” P.4.87. “ οὐ πρέπει νῷνχαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν τιμὰν δάσασθαι” P. 4.148οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς οὐδὲ μακύνων τέλος οὐδέν P. 4.286
οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.17
καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν· οὐδὲ Κρονίων ἀστεροπὰν ἐλελίξαις οἴκοθεν μαργουμένους στείχειν ἐπώτρυν N. 9.19
ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.69
οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις· οὐδ ἐπέρναντο γλυκεῖαι μαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.6
—7.οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† I. 5.57 κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει (v. l. οὐ κὶς) fr. 222. 2. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358. irregularly coordinated,ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.26
bοὔτε οὐδέ. τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη, οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
cτε οὐ οὐδέ. Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.37
dοὐδὲ οὐδέ. ἐξίκετ' οὐδ ἀνέμους ἔ[λ]ᾳ[θ]εν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.110
οὐδὲ πελέκεις οὐδὲ Σειρήν (“[οὐ]-οὐδὲ οὐδὲ to be presumed, Zuntz, C. R., 1935, 5) ?fr. 339.e οὔτοι οὐδέ. οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.f fragg. ]γονουτουν ἀμπελ[ ]ιατων οὐδ' Ἀχελωιο[ ( οὔτ' ὦν οὐδὲ vid. Lobel) Πα. 13. c. 11. ἀνδροφθόρον, οὐδὲ σιγᾷ κατερρύη fr. 177b. ]αιων οὐδέ μ[ιν fr. 51 f. c. 5.3 not... evenοὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν O. 2.16
οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας (Schneidewin: οὔτε codd.) O. 14.8ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.89
τὰν οὐδὲ Πορφυρίωνμάθεν P. 8.12
τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον (Boeckh: οὔτε codd.) I. 8.56
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий